-
1 επανειμι
(употр. тж. как fut. к ἐπανέρχομαι См. επανερχομαι; imper. ἐπανίθι, conjct. ἐπανίω, opt. ἐπανιοίην, inf. ἐπανιέναι)1) подниматься, вставатьἡμέρας ὄρθρου ἐ. Plat. — вставать на рассвете
2) подниматься, в(о)сходить(κάτωθεν Plat.; ἐκ τῶν βαθέων Arst.)
τὸ γένος δι΄ ἀδελφῶν ἐπανιόν Plat. — род, восходящий по линии братьев3) отправляться (вверх)(ἐκεῖ Thuc.; οἴκοθεν εἰς τὸ ἱερόν Plat.)
4) возвращаться(ἀπὸ στρατείας Plut.; преимущ. в речи: ἐπί τι Plat. и εἴς τι Dem.)
5) вновь просматривать, повторять(τὰ ὑποτεθέντα Plat.; περί τινος Plat., Arst.)
См. также в других словарях:
όρθρος — (από το ρήμα όρνυμι = κινώ, ξεσηκώνω, εγείρομαι, δηλαδή σηκώνομαι). Ο πριν από την αυγή χρόνος, η χαραυγή. Στην εκκλησιαστική γλώσσα ό. είναι η ακολουθία της θείας λατρείας που γίνεται πριν από την ανατολή του ήλιου, δηλαδή «τα βαθιά χαράματα»… … Dictionary of Greek
απολυτίκιο — Εκκλησιαστικό ποίημα στο οποίο με συντομία αναπτύσσεται το ιστορικό της γιορτής της ημέρας. Τα α. είναι καθιερωμένα στη λειτουργική της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Πρόκειται για μελοποιημένα ποιήματα και αποτελούν τα βασικά τροπάρια που επαναλαμβάνονται … Dictionary of Greek
καιρός — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση της ευκαιρίας, της ευνοϊκής χρονικής στιγμής. Προσωποποιήθηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Τον θεωρούσαν νεότατο γιο του Δία και υπήρχε βωμός του στην Ολυμπία. Ο ποιητής Ίων, από τη Χίο, είχε… … Dictionary of Greek
ωρολόγιον — Λειτουργικό βιβλίο της Aνατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ονομάστηκε έτσι, διότι περιέχει κατά ώρες τους ύμνους και τις ακολουθίες που έψελναν οι χριστιανοί των πρώτων αιώνων κατά τη διάρκεια της ημέρας. Στο Ω. προστέθηκαν αργότερα και οι ακολουθίες του… … Dictionary of Greek